μεγαλόπους

μεγαλόπους
μεγαλόπους
with large feet
masc nom/voc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεγαλόπους — μεγαλόπους, ουν (Α) αυτός που έχει μεγάλα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πούς (πρβλ. κραταί πους)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπουν — μεγαλόπους with large feet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CLEOCRITUS — apud Comicos taxatur, ut mulierosus, et cinaedus, et obscurus, Cybeles filius. Nam in mysteriis Rheae molles tantum intersunt. Suidas. Vide Erasm. in Adag. et Schol. in Ran. Item Aves, ubi traducitur tamquam ςτρουθόπους i. e. μεγαλόπους …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”